- αρχιπατριώτης
- ἀρχιπατριώτης, ο (Α)ο αρχηγός πατριάς ή οικογένειας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχιπατριῶται — ἀρχιπατριώτης head of a family masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek